Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
(Σουηδία. 15ος αιώνας)
1η πράξη
Σε αίθουσα του πύργου του Ορέμπρο, ο Πρίγκιπας ντ' Ορέμπρο στενοχωρημένος που βλέπει τόσα χρόνια χωρίς αγάπη την κόρη του Λύντια, της αναγγέλλει, πως ο Βάλντο (που από παιδί είχε αναθρέψει και μορφώσει σα γιό του) επιστρέφει
από τον πόλεμο και θα τη ζητήσει σε γάμο. Η Λύντια εκφράζει την άρνησή της να σκλαβωθεί, τραγουδώντας το γνωστό τραγούδι «Είμαι ό θεός που λατρεύουν οι τρελοί» (δηλ. ο έρωτας). Ο πατέρας της την αποκαλεί «τρελή» και μιλά για το όνειρο που συχνά τον ταράζει: Ο πρώην φίλος και τωρινός εχθρός του, κόμης Αλντεφιόρ, παίρνει τα λογικά της Λύντιας για να εκδικηθεί το χαμό του γιού του, που αυτοκτόνησε επειδή η Λύντια δεν ανταποκρινόταν στην αγάπη του.
Μπαίνουν φίλες και συνοδοί της Λύντιας, οι ακόλουθοι του Πρίγκιπα και ο Βάλντο με στρατιώτες, που γίνονται δεκτοί σαν νικητές. Ο Βάλντο θυμάται τα παιδικά του χρόνια και τραγουδά για την αγάπη του προς τη Λύντια. Ενώ όλοι θαυμάζουν, η Λύντια απαντά σαρκαστικά με το τραγούδι" Των τρελλών ο θεός είμαι εγώ ...»
Στην επιμονή του Βάλντο, η Λύντια, δείχνοντας του το χιονισμένο τοπίο, του λέει πως αν η αγάπη έχει δύναμη, ας κάνει τότε τον κήπο μέχρι αύριο ν' ανθίσει και το βράδυ, σαν προμήνυμα, να της φέρει ένα ανθισμένο στεφάνι. Οι φίλες της Λύντιας περιγελούν τον Βάλντο, ενώ όλοι οι άντρες προειδοποιούν τη Λύντια πως τα νιάτα περνούν και πως μπορεί κι αυτή να βρεθεί κάποτε στη θέση του Βάλντο.
Ο πρίγκιπας και ο Βάλντο αποχαιρετίζονται συγκινημένοι σαν πατέρας και γιός. Με μια "ρομάντζα", ο Βάλντο τραγουδά την απογοήτευσή του.
Έρχεται τότε ο κόμης Αλντεφιόρ και διηγείται για την αυτοκτονία τού γιού του τού Βιλφρίντο. Δίνει στον Βάλντο ένα κλαρί τριανταφυλλιάς, που όπου τ' αγγίζει φυτρώνουν λουλούδια. Ενώ ακούγεται ό Εσπερινός, υπόσχεται στον Βάλντο πώς αύριο την ίδια ώρα ή Λύντια θα είναι δική του, όμως η δική του καρδιά θα έχει «παγώσει».
Η Λύντια με τις φίλες της έρχονται γελώντας, βλέπουν τα ανθισμένα λουλούδια και έκπληκτες φωνάζουν: «Θαύμα» !
2η πράξη
Ξυλοκόποι σταματούν στο ξέφωτο ενός δάσους να ξεκουραστούν και τραγουδούν τις χαρές τού χειμώνα. 'Όταν φεύγουν, ξετρυπώνουν από παντού τελώνια και χορεύουν.
Έρχεται ό Βάλντο και ή Λύντια. Η ειρωνική της διάθεση υποχωρεί όταν σιγά σιγά όλα γύρω της ανθίζουν. «Αν νοιώθεις μέσα σου τον έρωτα», της λέει ό Βάλντο, «όλα γύρω σου ανθίζουν». Ό έρωτας έχει νικήσει και ή Λύντια υποτάσσεται στον Βάλντο.
Ακολουθεί χορός από λουλούδια. Οι δύο ερωτευμένοι ανταλλάσσουν θερμά ερωτικά λόγια, ενώ κρυφά, τους παρακολουθεί ο κόμης ντ' Αλντεφιόρ.
Τότε ακούγονται οι καμπάνες του Εσπερινού, «Ήρθε η κρίσιμη ώρα», λέει ο κόμης και ο Βάλντο, σα να ξυπνά από όνειρο, διώχνει τη Λύντια γελώντας. Απαντώντας στις παρακλήσεις της, της θυμίζει το θάνατο του Βιλφρίντο. Συγχρόνως (τερτσέτο) ο Αλντεφιόρ παρακινεί τον Βάλντο να πάρει εκδίκηση για το γιό του.
Μόλις οι δύο άντρες απομακρύνονται, εξαφανίζονται τα λουλούδια. Πέφτει χιόνι. Η Λύντια τραγουδά τη συμφορά της ενώ η νύχτα αγριεύει. Τρομαγμένη ή Λύντια πέφτει στο χιόνι λιπόθυμη.
Όταν περνά η θύελλα, ακούγονται από μακριά φωνές. Ψάχνουν για τη Λύντια. Την βρίσκει πρώτος ο πατέρας της. Όταν η Λύντια συνέρχεται, μιλά περίεργα, νομίζει πως έχει άσπρα μαλλιά. «Είμαι γριά, το ξέρω», λέει. Όλοι θρηνούν τη βαριά συμφορά.
3η πράξη
Ο κόμης ντ' Αλντεφιόρ, έχει με απόγνωση καταλάβει, πως η εκδίκηση του γιού του αντί να τον ξαλαφρώσει του έφερε νέα θλίψη. Όταν βλέπει το τρελό βλέμμα της Λύντιας, υποφέρει από τύψεις. Είναι έτοιμος και τη ζωή του να δώσει για να πάρει πίσω την κατάρα.
Πλησιάζει η Λύντια τραγουδώντας ένα θλιμμένο τραγούδι, ένα παραμύθι, όπου μια νέα ζητά, πριν πεθάνει, να φιληθεί με τον αγαπημένο της. Μετά, αποκοιμιέται.
Έρχεται ο πρίγκιπας με πλήθος κόσμου και ζητά από τον κόμη έλεος. Ο κόμης απαντά πως δεν είναι στο χέρι του και πως όταν πέθανε ο γιός του, έσκαψε το μνήμα του πλάι σε μια τριανταφυλλιά. Το Μάη όμως η τριανταφυλλιά δεν άνθισε και τότε οι μάγοι τού είπαν πώς θ' ανθίσει και πως ο Βιλφρίντο θα βρει τη γαλήνη, μόνο όταν η Λύντια νοιώσει το μαρτύριο τού ν' αγαπάς χωρίς ν' αγαπιέσαι.
Όλοι παρακαλούν να δουν την τριανταφυλλιά ν' ανθίζει. Κοιτάζουν και βλέπουν μόνο πράσινα φύλλα στα κλαριά της. Ο Βάλντο πλησιάζει τραγουδώντας «ημέρα χωρίς ήλιο είναι ή ζωή δίχως έρωτα. Τι κι αν δεν μ' αγαπούν όταν μέσα μου δεν υπάρχει αγάπη;» Όταν φωνάζει τη Λύντια, αύτη ξυπνά σαν αναγεννημένη: «Πώς χτυπά ή καρδιά... Ξαναβρίσκω τη νιότη ...» Ό τάφος τού ΒιλφρΙντο έχει όλος ανθίσει. ΟΙ δύο νέοι αγκαλιάζονται και όλοι τραγουδούν: «Ημέρα δίχως ήλιο είναι ή ζωή δίχως έρωτα ...»
|