www.terzakis.gr

Αρχείο   Βιογραφικό   Οι ρίζες μου   Όπερα   Οπερέττα   Κονσέρτα   Μαέστροι   Σκηνοθεσίες   Συνθέσεις   Φωτογραφίες   Ηχογραφήσεις   Τύπος



Γεννήθηκα στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1950.
Ο πατέρας μου Γιώργος γεννήθηκε το 1923 την Λάστρο, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Σητείας.
Ο πατέρας της μητέρας μου Ειρήνης ήταν από τα Μέγαρα και η μητέρα της από τη Σάμο.
Μια υπέροχη γονιδιακή σαλάτα με μινωϊκές, δωρικές και ιονικές ρίζες.!

ΚΡΗΤΗ - ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΝΩΪΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Την ιστορία των Τερζάκηδων θα την βρείτε στις ιστοσελίδες www.lastros.net (→πρόσωπα→ γενεαλογικά δέντρα) καθώς επίσης και στην www.kalomenopoulos.net/diaspora.html , μια και το πραγματικό επίθετό μας είναι Καλομενόπουλος, με ρίζες από το Βυζάντιο, όταν το 961 μ.Χ. έγινε η ανακατάληψη της Κρήτης και ο Νικηφόρος Φωκάς έστειλε ευγενείς από το Βυζάντιο, να νυμφευτούν κρητικοπούλες.
Μεταξύ αυτών και ο Καλόμενος ή Καλούμενος. Από κει και οι πόγονοί του Καλομενόπουλοι, που βρίσκονται στην περιοχή Αμαρίου Ρεθύμνου.
Τερζάκηδες ονομάστηκαν από τον Γιώργο Καλομενόπουλο, γιό του παπα-Μανόλη που μετανάστευσε στη Λάστρο και ήταν ράφτης, τουρκιστί «τερζής». Μετά τη σφαγή του παπα-Μανόλη Καλομενόπουλου στη Φορτέτσα το 1822, τα παιδιά του άλλαξαν τόπο και όνοαμα για να χάσουν οι τούρκοι τα ίχνοι των Καλομενόπουλων.
Γιός του Γιώργου Καλομενόπουλου-Τερζλακη ήταν ο Μανόλης Τερζάκης ή Τζουρνάς, που ήταν παππούς του πατέρα μου και ξακουστός λυράρης και συνθέτης γνωστών παραδοσιακών κοντυλιών. Ανήκω λοιπόν στο Τζουρναδόσογο από τη μεριά του πατέρα μου.
Ο γιός του Μανόλη "Τζουρνά" ο Νικολής ή Κοκόλης ήταν ο δικός μου παππούς. Ήταν επίσης ράφτης και έπαιζε υπέροχα με ένα βιολί που είχε ο ίδιος κατασκευάσει. Όταν τον επισκεπτόμουν μικρός μου έπαιζε στο βιολί του για να με ευχαριστήσει…
Οι αρχέγονες μουσικές μου καταβολές ..!

Ο πατέρας μου Γιώργος, ο παππούς Νικολής και η θεία Μαρία στον τότε Βασιλικό (!) Κήπο.
Μόλις είχαν έρθει από την Κρήτη. Ο πατέρας μου 5 ετών και ξυπόλυτος.
Άργησε πολύ να βάλει παπούτσια..! (Φωτογραφία του 1928)


Η γυναίκα του Νικολή ήταν η γιαγιά μου Μαγδαληνή Χειλάκη από την Τουρλωτή Σητείας.
Μετά το Καβούσι της επαρχίας Ιεράπετρας, αρχίζει μια δύσκολη ανηφόρα, που ακόμα και σήμερα ο δρόμος γεμίζει με πέτρες που κατρακυλάνε από την απότομη βουνοπλαγιά.
Λένε πως οι Δωριείς σταμάτησαν τις κατακτήσεις τους εκεί, γιατί η πρόσβαση στα επόμενα χωριά ήταν δύσκολη και επικίνσυνη, αλλά και χωρίς κάποιο οικονομικό ενδιαφέρον.
Τα 5 πρώτα αυτά χωριά της Σητείας μετά το Καβούσι είναι η Λάστρος, η Σφάκα, η Τουρλωτή, η Μυρσίνη και τα Μουλιανά. Είναι πανάρχαιοι μινωϊκοί οικισμοί. Οι κάτοικοι είναι κατά κανόνα μικρόσωμοι και οι κατοικίες τους ακόμα και σήμερα είναι μικρές σαν κουκλόσπιτα.

Η γιαγιά Μαγδαληνή (~1960)
     
Ο παππούς Νικολής (~1960)



Η γιαγιά Μαγδαληνή ήταν μια αγία γυναίκα, γέννησε 12 (ή 14;) παιδιά, από τα οποία επέζησαν τα οκτώ:
Η Βασιλική, ο Αλέκος, η Μαρία, η Δέσποινα, ο πατέρας μου Γιώργος, ο Μανώλης, η Αντιγόνη και ο Στέλιος.
Το 1928 (πρώτη φωτογραφία) μετακόμισαν στην Αθήνα, γιατί η επιβίωση στο χωριό ήταν πολύ δύσκολη και δεν υπήρχαν προοπτικές.
Για τη γιαγιά Μαγδαληνή έγραψαν:
«...προσφορές αγάπης και πολύτιμων υπηρεσιών προς τους συγχωριανούς μας στα δύσκολα χρόνια της κατάρρευσης του Αλβανικού μετώπου πρόσφερε και μια καλή, αγαθή και φιλεύσπλαχνη γυναίκα, η Μαγδαληνή, η γυναίκα του Νίκου Τερζάκη.
Το Μαγδαληνό (έτσι τη φώναζαν) παρόλο που δεν ήταν πλούσια και είχε να θρέψει και να αναστήσει πολλά παιδιά, εν τούτοις αυτό δεν την εμπόδισε να μεταβάλει το φτωχικό της τότε σπιτάκι στο Νέο Κόσμο σε «Κέντρο Διερχομένων» και σε ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού, για να προσφέρει και το ψωμί των παιδιών της ακόμα στους χωριανούς μας, που γυρίζανε από το μέτωπο ρακένδυτοι, πεινασμένοι και ψειριασμένοι.
Όλοι οι χωριανοί μας, μηδενός εξαιρουμένου, που ερχόταν στην Αθήνα, όχι μόνο στα χρόνια του πολέμου, αλλά και στα ειρηνικά, για δουλειές τους, για σπουδές τους, για τα διάφορα νοσοκομεία, όλοι ξεπέζευαν και βρίσκανε ζεστό αποκούμπι στου συχωρεμένου του Μαγδαληνού το σπίτι.
Και ποιός δεν έχει φάει ψωμί και ποιός δεν έχει κοιμηθεί στου πονόψυχου Μαγδαληνού το ταπεινό σπιτάκι!
Και για να φαντασθείτε η απέραντη καλοσύνη του Μαγδαληνού, έφτανε σε τέτοιο σημείο, που όλους τους χωριανούς μας που φιλοξενούσε επί χρόνια στο σπίτι της, δεν τους παρείχε μόνο στέγη και τροφή, αλλά τους έπλενε και τους σιδέρωνε ακόμη και τα ρούχα τους, λες και ήταν παιδιά της.
Μέχρι τα τελευταία της χρόνια και λίγο ακόμη πριν πεθάνει, εξακολουθούσε και γριούλα ακόμη που ήτανε, να τηρεί την ίδια τακτική, να προσφέρει την απέραντη αγάπη της προς όλους τους χωριανούς μας που την επισκεπτότανε.
Θα πρέπει να μείνει και το αξέχαστο Μαγδαληνό, στην ιστορία της Λάστρου, σαν «η Μάννα των Λαστριανών».


ΜΕΓΑΡΑ - ΟΙ ΔΩΡΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Ο παππούς Ζάχος Πάνου, που πήρα και το όνομά του ήταν Μεγαρίτης.
Μια μεγάλη οικογένεια, πολύ ευκατάστατη για τα δεδομένα της εποχής με ελιές, αμπέλια, σιτάρια κλπ. Καθαρά αγροτική οικονομία.
Οι Μεγαρείς παρέμειναν μια κλειστή κοινωνία, που σπάνιζαν οι γάμοι εκτός Μεγάρων με «ξενόφερτους» ή «ξενόφερτες», ακόμα και ήταν από την Κόρινθο, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Δεν είναι απορίας άξιον που στα Μέγαρα είναι όλοι μεταξύ τους τρίτα κι τέταρτα ξεδέρφια. Η διάλεκτος που μιλούν ακόμα και σήμερα έχει καθαρά δωρικές καταβολές. Το ύψιλον π.χ. προφέρεται «ου»: «Εσού τι κάν΄ς.; κατέβα απ’ τη μωρέα.» κλπ.


Ο παππούς μoυ Ζάχος Πάνου υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία σαν χωροφύλακας στη Σάμο
(Φωτογραφία του 1925)

Ο παππούς Ζάχος γεννήθηκε το 1905. Ο πατέρας του ήταν ο Γιώργος Πάνου που είχε σύζυγο την Ειρήνη Νέζου, μια επίσης αγία γυναίκα.
Το όνομά της πήρε η μητέρα μου, που γεννήθηκε το 1930, η κόρη μου και η ανιψιά μου, κόρη του αδερφού μου Βασίλη.
Ο Γιώργος Πάνου και η Ειρήνη είχαν 6 παιδιά την Ορσαλία (του Μελέτη Μουστάκα), την Μαρία (του Θωμά Μπαλτά), τον παππού μου Ζάχο, την Αφροδίτη (του Xρήστου Βασίλαινα), τον Σωτήρη και τη Βασιλική (του Παναγιώτη Καστάνη)
Ο θείος Σωτήρης Πάνου ήταν ξακουστός στο ούτι και στα σμυρναίικα τραγούδια. Είναι καταγεγραμμένος σαν ένας από τους μεγάλους του δημοτικού τραγουδιού...
Να κι άλλες μουσικές καταβολές..!
Ο παππούς Ζάχος έκανε τη στρατιωτική του θητεία γύρο στο 1925 στη Σάμο σαν χωροφύλακας μαζί με τον εξάδερφό του Θοδωρή Πάνου.
Εκεί γνώρισε τη γιαγιά μου Ευδοκία (Δοκινιώ) Λεκάτη, αγαπηθήκανε, παντρευτήκανε και την έφερε στα Μέγαρα.


ΣΑΜΟΣ - ΟΙ ΙΟΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ

Ο πατέρας της γιαγιάς μου Ευδοκίας, Κωσταντής Λεκάτης ήταν ζωέμπορος στη Φώκαια της Μικράς Ασίας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Παπαϊωάννου.
Το άλλαξε σε Λεκάτη γιατί κάποιοι τον κυνηγούσαν δικαστικά στη Φώκαια, κατέφυγε στη Σάμο για να γλιτώσει και άλλαξε το όνομά του.
Σύζυγός του ήταν η Γραμματική Πίττα, που δυστυχώς πέθανε σε μικρή ηλικία, αφήνοντας ορφανά τα έξι παιδιά της, την Αλεξάνδρα (Δημήτρη Χριστοδουλάκη), τη Μαρία (Γιώργου Δαδάου), τη γιαγιά μου Ευδοκία Πάνου, τη Δέσποινα (Γιαννιού Γεωργάκη), τη Ευρύκλεια (Κώστα Γιαννούτσου) και τον Επαμεινώνδα.

Ο προπάππος μου Κωσταντής Λεκάτης

Η γιαγιά Ευδοκία γεννήθηκε το 1906 και είχε μια σπάνια ωραία φωνή. Μια νύχτα ο παππούς Ζάχος με τον ξάδερφό του Θοδωρή σαν χωροφύλακες περιπολούσαν στο χωριό Καλαμπάχτασι (Καλλιθέα) και άκουσαν από κάπου τραγούδια και γλέντι.
Πλησίασαν και ανάμεσα στις άλλες άκουσαν μια καταπληκτική φωνή.
«- Αυτή όποια και νάναι, αν είναι ελεύθερη την παντρεύομαι.!» είπε.
Ήταν πολύ γλεντζές και καταπληκτικός χορευταράς. Μάταια προσπαθούσε ο ξάδερφός του Θοδωρής να τον συγκρατήσει.
Χτύπησε την πόρτα με το θάρρος του χωροφύλακα και του άνοιξε ο παππούς ο Λεκάτης.
«- Τι γίνεται εδώ.; Δεν ξέρετε ότι απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις στα σπίτια..;
Ήταν άγριες εποχές. Μέσα της δεκαετίας του 1920, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, αντάρτες, στρατιωτικοί νόμοι, περιορισμοί, φόβοι και ανασφάλειες..
«- Να..., έχουμε μια γιορτή και είπαμε να τραγουδήσουμε λιγάκι...!», απάντησε φοβισμένος ο γερο Λεκάτης. Και συνέχισε:
«- Περάστε και σεις, να σας κεράσουμε ένα κρασί.
Δεν ήταν για το κρασί, αλλά η ευκαιρία να δει ποιά είναι η τραγουδήστρια με την καταπληκτική φωνή.
Αφού έσπασε ο πάγος και ξεφοβηθήκανε λέει ο παππούς Ζάχος:
«- Ελάτε..! Πείτε κανα τραγουδάκι..!
Κατόπιν της διαταγής του χωροφύλακα (οι αρχές του χωριού.!), άρχισαν δειλά, δειλά να τραγουδάνε, αλλά η φωνή που έψαχνε ο παππούς δεν ήταν εκεί.!
Κατάλαβε. Είχε κι αυτός αδερφές και ήξερε, πως τις πιό νέες τις κρύβουν σπό τους ξένους, για να παντρέψουν τις μεγαλύτερες.
Και τι σκαρφίζεται:
«- Σσσστ.! Ακούω κάποιο θόρυβο..! Κάποιοι μπήκαν στο σπίτι.!!» και βγάζει το πιστόλι του.!
«- Θα είναι το μουλάρι από κάτω...!» μάταια προσπαθούσε να τον σταματήσει ο γερο Λεκάτης. Τότε τα ζώα ήταν στο ισόγειο και η οικογένεια στον πρώτο όροφο,πάνω σε ξύλινο πάτωμα.
Ο παππούς τρέχει στην επέναντι κλειστή πόρτα και την ανοίγει με αποφασιστικότητα.
Βρίσκεται μπροστά σε τρεις κόρες που κάθονταν σιωπηλές σε έναν καναπέ.


Οι αδερφές Μαρία, Ευρύκλεια και Δοκινιώ (Ευδοκία) (~1923)

«- Τι κάνετε εσείς εδώ;!», τις ρώτησε δήθεν ξαφνιασμένος.
«- Είμαστε άρρωστες...!», του απάντησαν.
«- Τι θα πεί άρρωστες.! Εμπρός, ελάτε έξω και τραγουδάτε μαζί μας.
Διαταγή ήταν, δεν γινόταν να μην υπακούσουν στις αρχές.! Κι άρχισαν το τραγούδι. Ακούει ο παππούς τη Δοκινιώ.
«- Αχ πουλάκι μου, εσύ είσαι;!» σκέφτηκε. Ήταν λέει, η πιό όμορφη απ' όλες.
Λύσσαξε από τα νεύρα του ο γερο Λεκάτης, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι ενάντια στην εξουσία του χωροφύλακα.!
Να λοιπόν και τα γονίδια της φωνής, που τα κληρονόμησε η μετέρα μου και μου τα κληροδότησε.!

Έχει ωραία συνέχεια η ιστορία... Επειδή μεγάλωσα μέχρι τα 8 μου χρόνια στον Παράδεισο Αμαρουσίου με τον παππού Ζάχο και τη γιαγιά Ευδοκία, έχω ακούσει πάμπολλες φορές ιστορίες της ζωής τους, πώς την έφερε στα Μέγαρα, πώς την παρουσίασε με καμάρι στους Μεγαρίτες, όταν την έβαλε να τραγουδήσει στο δρόμο για το πανηγύρι του Αη Γιάννη του Μακρυνού και σταματούσαν τα γαϊδουράκια που προπορεύονταν και έτρεχαν αυτοί που ακολουθούσαν να γνωρίσουν ποιά ήταν αυτή που τραγουδούσε τόσο μαγευτικά.! Η "Ζαχαρίνα από τη Σάμο"..!

Η γιαγιά Ευδοκία Λεκάτη και ο παππούς Ζάχος Πάνου, περίπου 60 ετών (~1965)


Κόρη της Ζαχαρίνας (Ευδοκίας) είναι η μητέρα μου Ειρήνη ή Νούλα, όπως την αποκαλοούσαν χαϊδευτικά, που κληρονόμησε τη σπάνια φωνή της γιαγιάς μου και δεν γινόταν γλέντι ή γιορτή χωρίς την Νούλα.!

Ατέλειωτες ιστορίες από το μέτωπο στα οχυρά, στον πόλεμο και την κατοχή και πολλά άλλα ενδιαφέροντα.
Σημειωτέον ότι όταν γεννήθηκα η μητέρα μου δεν είχε ακόμα κλείσει τα 20, η γιαγιά μου ήταν 44 και ο παππούς μόλις 45 ετών..!

Μάλλον θα πρέπει να τα γράψω όλα σε βιβλίο με λεπτομέρειες...
(Γράφτηκαν στη Βάρκιζα τον Αύγουστο 2024)


Ο πατέρας μου (~1945)

Η μητέρα μου (~2000)

1945: Αρραβωνιασμένοι
Αριστερά η γιαγιά Ευδοκία

(~1950)
Νεόνυμφοι

(~1958)

(Χριστούγεννα 1958)
Από δεξιά η γιαγιά Ευδοκία, εγώ, ο αδερφός μου Βασίλης, ο πατέρας και η μητέρα μου.
  zachos@terzakis.com